- κατς
- το(άκλ., λ. αγγλ.), είδος ελεύθερης πάλης, στην οποία επιτρέπεται κάθε σχεδόν λαβή.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
κατς — το είδος πάλης κατά την οποία επιτρέπονται όλες σχεδόν οι λαβές. [ΕΤΥΜΟΛ. < αγγλ. catch] … Dictionary of Greek
Κατς, Γιάκομπ — (JacobCats, Μπρουβερσχάφεν 1577 – Χάγη 1660). Ολλανδός διπλωμάτης και ποιητής. Σπούδασε νομικά στα πανεπιστήμια του Λέιντεν και της Ορλεάνης και, αφού άσκησε το δικηγορικό επάγγελμα για μικρό χρονικό διάστημα, συνέχισε τις σπουδές του στην… … Dictionary of Greek
Κατς, Νταβίντ — (DavidKatz, Κάσελ 1884 – Στοκχόλμη 1953). Γερμανός ψυχολόγος. Σπούδασε στο Γκέτινγκεν και εργάστηκε έως το 1919 στο ινστιτούτο ψυχολογίας του τοπικού πανεπιστημίου. Αργότερα προσκλήθηκε στο πανεπιστήμιο του Ροστόκ, όπου παρέμεινε μέχρι την άνοδο… … Dictionary of Greek
ουμανισμός — Πολιτιστικό κίνημα (λογοτεχνικό, φιλολογικό και φιλοσοφικό), που συνδυάζεται με την καλλιτεχνική Αναγέννηση των ευρωπαϊκών κρατών κατά τον 15o και 16o αι. Ο ο. ξεκινά από την τάση προς μόρφωση, την αγωγή και την πνευματική και σωματική… … Dictionary of Greek
πάλη — Αγώνισμα σώμα με σώμα ανάμεσα σε δύο άτομα που προσπαθούν να καταρρίψουν το ένα το άλλο. Μεταφορικά ονομάζεται και η μάχη μεταξύ στρατευμάτων (μάχη πυροβολικού), καθώς και η προσπάθεια υπερνίκησης αντίθετων δυνάμεων ή εμποδίων (πάλη των τάξεων,… … Dictionary of Greek
Στζόμορυ, Ντετζό — (Szomory). Καλλιτεχνικό ψευδώνυμο του Ούγγρου διηγηματογράφου και κωμωδιογράφου Mορ Βάιτς (Πέστη 1869 – Βουδαπέστη 1944). Άρχισε την καριέρα του ως δημοσιογράφος το 1889, για να αποφύγει τη στράτευσή του πήγε στο Παρίσι, όπου παρέμεινε έως το… … Dictionary of Greek